εμπεριεκτικός

εμπεριεκτικός
η , όν ёмкий (тж. перен. ), вместительный; содержательный;

εμπεριεκτικός λόγος — содержательная речь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εμπεριεκτικός" в других словарях:

  • ἐμπεριεκτικός — comprehending masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπεριεκτικός — ή, ό (Α ἐμπεριεκτικός, ή, όν) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐμπεριεκτικά — ἐμπεριεκτικός comprehending neut nom/voc/acc pl ἐμπεριεκτικά̱ , ἐμπεριεκτικός comprehending fem nom/voc/acc dual ἐμπεριεκτικά̱ , ἐμπεριεκτικός comprehending fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεριεκτικόν — ἐμπεριεκτικός comprehending masc acc sg ἐμπεριεκτικός comprehending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεριεκτικοί — ἐμπεριεκτικός comprehending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεριεκτική — ἐμπεριεκτικός comprehending fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεριεκτικήν — ἐμπεριεκτικός comprehending fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεριεκτικώτερα — ἐμπεριεκτικός comprehending neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»